The Banshees Of Inisherin
Τα Πνεύματα Του Ινισέριν
Δραματική | Παραγωγή: 2022 | Διάρκεια 114'

Σκηνοθεσία: Martin McDonagh
Πρωταγωνιστούν: Colin Farrell, Brendan Gleeson, Kerry Condon, Pat Shortt Pat Shortt, Barry Keoghan
Σε ένα απομακρυσμένο νησί έξω από τη δυτική ακτή της Ιρλανδίας, ο Padraic (Colin Farrell) κι ο Colm (Brendan Gleeson) είναι φίλοι μια ζωή. Τότε, ο Colm αιφνιδιάζει τον Padraic βάζοντας αναπάντεχα τέλος στη φιλία τους. Ο έκπληκτος Padraic, με τη βοήθεια της αδελφής του Siobhan (Kerry Condon) και του νεαρού Dominic (Barry Keoghan), ο οποίος αντιμετωπίζει τα δικά του προβλήματα με τον αυστηρό πατέρα του, προσπαθεί να καταλάβει τι λάθος έκανε και να επανορθώσει, αρνούμενος να αφήσει τον Colm στην ησυχία του. Οι προσπάθειές του ωστόσο καταλήγουν στο κενό, κι έτσι ο Padraic αποφασίζει να στείλει στον πρώην φίλο του ένα "τελεσίγραφο", γεγονός που θα κλιμακώσει επικίνδυνα τα πράγματα, με σοκαριστικές συνέπειες.
Ο Martin McDonagh, ήδη διακεκριμένος θεατρικός συγγραφέας, παρέδωσε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία το 2008. Ο λόγος για το θαυμάσιο «In Bruges», μια υπαρξιακή αναζήτηση μεταμφιεσμένη σε αστυνομική περιπέτεια, με γερές δόσεις μαύρου χιούμορ. Η επιτυχία εκείνης της ταινίας ανέδειξε μεμιάς τον McDonagh ως έναν από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες και σεναριογράφους της εποχής μας και τον έφερε στο Hollywood, όπου ο Ιρλανδός δημιουργός γύρισε δύο ακόμα ταινίες: το αυτοβιογραφικό, σουρεαλιστικό, άνισο μα συναρπαστικό «Seven Psychopaths» (2012) και το υπέροχο «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» (2017). Πέντε χρόνια μετά, όμως, ο σκηνοθέτης επιστρέφει στην Ιρλανδία, για να παραδώσει ίσως την καλύτερη ταινία του μέχρι στιγμής.
Το «The Banshees of Inisherin» είναι μια μινιμαλιστική δημιουργία, που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Σε πρώτο επίπεδο, είναι μια ιστορία για την ανδρική φιλία. Εντούτοις, το γεγονός ότι διαδραματίζεται πίσω στην ταραγμένη για την Ιρλανδία δεκαετία του 1920 μας βάζει σε σκέψεις, ότι ενδεχομένως κάτι βαθύτερο κρύβεται πίσω από τα φαινομενικά ελάχιστα κι ασήμαντα που λαμβάνουν χώρα επί της οθόνης. Την εποχή εκείνη, η χώρα μαστιζόταν από έναν πολύνεκρο εμφύλιο πόλεμο και ο McDonagh φροντίζει να ενσωματώσει διακριτικές αναφορές σε αυτόν στο φιλμ του, καθιστώντας σαφές ότι το τελευταίο είναι (και) μια αλληγορία γύρω από τη ματαιότητα οποιασδήποτε ανθρώπινης διαμάχης. Η φαινομενικά ασήμαντη έχθρα που προκύπτει όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει ότι δεν έχει τίποτα κοινό με έναν άλλο και προσπαθεί να διακόψει τη σχέση του με αυτόν μπορεί αρχικά να αφορά αποκλειστικά στους δύο αυτούς άνδρες, οι συνέπειές της όμως γρήγορα αρχίζουν να διαφαίνονται στα συγγενικά τους πρόσωπα, στους φίλους τους, σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία που θα βιώσει τις βίαιες συνέπειες της έχθρας αυτής. Όπως, δηλαδή, συμβαίνει και στην περίπτωση ενός πολέμου, εμφυλίου ή μη, ο οποίος καταλήγει τόσο βίαιος και φανατίζει σε τέτοιο βαθμό τις αντιμαχόμενες πλευρές, που οι τελευταίες φτάνουν σε σημείο να ξεχάσουν τους λόγους για τους οποίους βρέθηκαν σε σύγκρουση και να θέλουν απλά την καταστροφή η μία της άλλης.
Ο McDonagh συλλαμβάνει την ομορφιά του ιρλανδικού τοπίου σε όλο της το μεγαλείο και τη φέρνει σε ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση με τη βιαιότητα και τη φρίκη που σταδιακά θα ξεσπάσει μέσα από τον ψυχισμό των χαρακτήρων του. Η αλήθεια είναι πως αυτά τα πανέμορφα τοπία είναι δύσκολο να χάσουν τη γοητεία τους κατά την αποτύπωσή τους στην οθόνη, εντούτοις η δουλειά του McDonagh είναι ισάξια καλλιτεχνικά με εκείνη του John Ford σε ταινίες όπως το «How Green Was My Valley» (1941) ή το «The Quiet Man» (1952). Η σκηνοθεσία είναι δεξιοτεχνική, αλλά και διακριτική, με την κάμερα να βρίσκεται πάντα εκεί που πρέπει, δίχως όμως ο McDonagh να διατυμπανίζει τη μαστοριά του μέσα από παράδοξες γωνίες λήψης και εντυπωσιοθηρικές κινήσεις.
Φυσικά, σε μια ταινία του συγκεκριμένου δημιουργού, βασικό ρόλο παίζει το σενάριο και ιδιαίτερα η ικανότητα του McDonagh να πλάθει έναν ολόκληρο φιλμικό μικρόκοσμο, στον οποίο όλοι οι χαρακτήρες, από τους πρωταγωνιστές μέχρι τους περιφερειακούς, είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, ελαττώματα και προτερήματα. Ο σεναριογράφος δεν παίρνει τη θέση κανενός από τους δύο "αντιπάλους": ο Padraic κι ο Colm είναι δύο άνδρες με αδυναμίες αλλά και αξιοθαύμαστες αρετές. Το ίδιο ισχύει και για τους "δεύτερους" χαρακτήρες, όπως η Siobhan κι ο Dominic. Από την αρχή, η ταινία χτίζει ένα ολόκληρο μωσαϊκό από λεπτομέρειες που, στο φινάλε, οδηγούν προς μια υποδειγματική, λιτή, ιδιοφυή κλιμάκωση.
Ο Colin Farrell δίνει άλλη μια εντυπωσιακή ερμηνεία στην τρίτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη, μετά τα «In Bruges» και «Seven Psychopaths». Σε μια εκπληκτική για τον ίδιο χρονιά, στη διάρκεια της οποίας τον απολαύσαμε σε μια ευρεία γκάμα ρόλων για χάρη των ταινιών «After Yang», «The Batman» και «Thirteen Lives» πριν φθάσουμε στο διαμάντι του McDonagh, ο ηθοποιός παίρνει ένα φαινομενικά καθόλου αβανταδόρικο ρόλο και τον μετατρέπει σε πολυσύνθετο και συναρπαστικό χαρακτήρα. Εξίσου καλός είναι κι ο Brendan Gleeson (επίσης πρωταγωνιστής στο «In Bruges», αλλά και στη μικρού μήκους «Six Shooter», που γύρισε ο McDonagh το 2004), αλλά και το υποστηρικτικό καστ. Διόλου τυχαία, ανάμεσα στις αρκετές υποψηφιότητες για Όσκαρ που κατάφερε η ταινία βρίσκονται και τέσσερις ερμηνευτικές: για τους Farrell, Gleeson, Keoghan και Condon.
Υποδειγματικά φωτογραφημένο και μονταρισμένο, το «The Banshees of Inisherin» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Μια συναρπαστική, πολυδιάστατη δημιουργία που θέλεις να δεις και να ξαναδείς, χάρη στο εκπληκτικό σενάριο και τις φοβερές της ερμηνείες. Ο χρόνος θα δείξει αν θα θεωρείται η κορυφαία δημιουργία του Martin McDonagh, το σίγουρο πάντως είναι πως πρόκειται για μια άμεσα κλασική ταινία, από αυτές που απολαμβάνεις να παρακολουθείς στη μεγάλη οθόνη.
Πρεμιέρα στην Ελλάδα: 23-02-2023 | Διανομή: Feelgood Entertainment | Επίσημο Site



Σας Προτείνουμε Ακόμη
Το Πρόγραμμα των Προβολών