Foreign Correspondent
Παραγωγή: 1940

Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Πρωταγωνιστούν: Joel McCrea, Laraine Day, Herbert Marshall, George Sanders, Albert Bassermann
Στις αρχές του 1939, ο εκδότης μίας μεγάλης Αμερικανικής εφημερίδας φιλοδοξεί να βγάλει επιτέλους κάποια είδηση, γύρω από τις φήμες για επικείμενο πόλεμο στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Απογοητευμένος από τους πολιτικούς ρεπόρτερ που δεν καταφέρνουν να αποσπάσουν κάποια αξιόλογη πληροφορία, αποφασίζει να επιστρατεύσει έναν αργόσχολο δημοσιογράφο, ανίδεο γύρω από τις διεθνείς εξελίξεις και, το κυριότερο, άγνωστο στους πολιτικούς κύκλους. Κάπως έτσι, ο Johny Jones μετονομάζεται σε Huntley Haverstock και ταξιδεύει μέχρι το Λονδίνο ως πολεμικός ανταποκριτής. Η αρχική αποστολή του, η κάλυψη μίας σημαντικής συμφωνίας με τον περιβόητο διπλωμάτη Van Meer, γίνεται αφορμή για να παγιδευτεί σε ένα πρωτοφανές κυνήγι κατασκόπων. Ο Van Meer δολοφονείται λίγα λεπτά πριν την υπογραφή της συμφωνίας, ο δημοσιογράφος ανακαλύπτει όμως πως τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Τo happy end δεν έχει θέση σε αυτό το φιλμ, αφού οι τίτλοι τέλους πέφτουν την ίδια στιγμή που η παγκόσμια ιστορία μπαίνει σε μία από τις σκοτεινότερες περιόδους.
«The Man Who Knew Too Much», «The Secret Agent», «The Lady Vanishes», «North By Northwest» είναι ορισμένα από τα κατασκοπικά θρίλερ ενός auteur που ανέδειξε μία παρεξηγημένη θεματική σε συναρπαστικό, αυτόνομο, κινηματογραφικό genre. Ωστόσο, περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες σπουδές του στο συγκεκριμένο είδος σινεμά, το «Foreign Correspondent» ξεχωρίζει εύκολα μέσα από την φιλμογραφία του Hitchcock, χάρη στον ανατριχιαστικό ρεαλισμό του. Έναν ρεαλισμό που δεν έχει τόσο να κάνει με την τεχνική κινηματογράφησης ή την σεναριακή ανάπτυξη, όσο με το απλό γεγονός, πως το «Foreign Correspondent» αφηγείται το ΑφανταστικόΑ σενάριο ενός δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, την ίδια ακριβώς στιγμή που αυτός αρχίζει να αποτελεί ιστορικό γεγονός. Αρκεί να παραθέσει κανείς μία μονάχα από τις αρχικές σεκάνς της ταινίας: ο κεντρικός χαρακτήρας διαφεύγει από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, σκαρφαλώνοντας στο περβάζι του παραθύρου. Μία πινακίδα από neon φωτίζει ΑHotel EuropeΑ. Έπειτα από ένα αδέξιο χτύπημα, η πινακίδα σπάει και τώρα φαίνεται να γράφει "Hot Europe". Ευφάνταστο ή αιχμηρό το σχόλιο, γεγονός παραμένει πως η τελική σκηνή του φιλμ γυρίστηκε στο Λονδίνο των αμερικάνικων στούντιο, πέντε μόλις ημέρες πριν η πραγματική βρετανική πρωτεύουσα δεχτεί τους πρώτους βομβαρδισμούς.
Φυσικά, όσο πολιτική κι αν θεωρηθεί η γραφή του Hitchcock σε αυτή την δεύτερη κατά σειρά αμερικάνικη παραγωγή του μετά την «Rebecca», η συγκεκριμένη ανάγνωση δεν μπορεί παρά να αποτελεί μονάχα την αφετηρία, στον δρόμο για την κατανόηση του γνώριμου φιλμικού του σύμπαντος. Πίσω από το προφανές, λοιπόν, ο Hitchcock στήνει για ακόμα μία φορά το αγαπημένο του παιχνίδι ταυτοτήτων, σχέσεων και φροϋδικών υποσημειώσεων. Πράγμα που σημαίνει, πως το μπόλιασμα του ΑεύπεπτουΑ love-story στην καρδιά του κατασκοπικού εφιάλτη, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν κάτι βαθύτερο από μία αφηγηματική ευκολία. Εξάλλου, κάθε προσεκτικός θεατής και ακροατής του φιλμ (ο ήχος στις δουλειές του Hitchcock δουλεύεται πάντα τόσο μεθοδικά όσο και η εικόνα) θα παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο οι πρώτες σεκάνς πολιτικού περιεχομένου ντύνονται με αταίριαστα μουσικά θέματα, μελωδίες ρομαντικές, που λίγο σχετίζονται με τις εικόνες διπλωματικών gala και πολιτικών συζητήσεων. Πολιτική και ρομάντζο παντρεύονται εξαρχής, πράγμα καθόλου αταίριαστο, μιας κι ο Hitchcock γνώριζε πολύ καλά πώς να τραβά τα χαλί κάτω από τα πόδια των θεατών.
Το «Foreign Correspondent» δομείται ευφυώς πάνω στο μοτίβο των κρυμμένων ταυτοτήτων, στην αμφισημία των προσώπων, εντός και εκτός της κατασκοπικής σκευωρίας. Με τρόπο αυτονόητο και εύληπτο, ο ήρωας αλλάζει όνομα (και ταυτότητα) πριν καν εισέλθει στο ευρωπαϊκό έδαφος, στον γεωγραφικό δηλαδή τόπο των μυστικών και του κινδύνου. Υπογράφοντας τις ανταποκρίσεις του ως Huntley Haverstock, διεκδικεί περισσότερο κύρος, αυτό όμως είναι δευτερεύον. Το προσωπείο γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση, στην προσπάθειά του να κινηθεί διακριτικά, να παρατηρήσει και να ρίξει τις μάσκες των υπολοίπων. Το μοτίβο του διπλού εμφανίζεται, έτσι, ξανά και ξανά. Ο διπλωμάτης δολοφονείται πριν εμφανιστεί και πάλι ολοζώντανος. Ο Βαυαρός πρεσβευτής καλύπτει τα αληθινά του κίνητρα, το ίδιο και ο πατέρας της νεαρής κοπέλας που ακολουθεί τον δημοσιογράφο στις έρευνές του. Σε αυτό ακριβώς το milieu, της αβεβαιότητας και της δυσπιστίας, ο Hitchcock επιχειρεί να στήσει μία ιστορία αγάπης, τόσο τετριμμένης κι όμως τόσο ψυχαναλυτικής. Η νεαρή κοπέλα καλείται να διαλέξει ανάμεσα στην πατρική αρχή και μία νέα τάξη πραγμάτων που θέλει τον πατέρα της προδότη και φορέα θανάσιμων μυστικών. Η επιλογή της είναι τόσο πράξη πολιτική όσο και εκδήλωση άρνησης του πατρικού ελέγχου στα πρώτα σημάδια της ερωτικής αφύπνισης. Ο κύκλος κλείνει όταν το ζευγάρι ενώνεται, μονάχα για να παγιδευτεί σε έναν κόσμο δίχως αύριο.
Ο Hitchcock αφήνει διάσπαρτα τα ίχνη της μοναδικής του υπογραφής καθΑ όλη τη διάρκεια του φιλμ. Ο μικρός φόρος τιμής στο «Θωρηκτό Ποτέμκιν», οι πρώτοι του πειραματισμοί στη θεματική των νευρώσεων που εδώ αντηχούν επίμονα το μεταγενέστερο «Vertigo», αλλά και η ευκολία με την οποία μεταχειρίζεται τόσο το κατασκοπικό genre όσο και το προϋπάρχον γένος των λεγόμενων newspaper films του Α30 και τα φέρνει στα δικά του μέτρα, προσθέτουν στο όραμα ενός από τους συναρπαστικότερους δημιουργούς στην ιστορία του σινεμά.
Το Πρόγραμμα των Προβολών