Rebecca
Παραγωγή: 1940
Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock
Πρωταγωνιστούν: Laurence Olivier, Joan Fontaine, George Sanders, Judith Anderson, Nigel Bruce
Μία ορφανή κοπέλα παραθερίζει μαζί με την ηλικιωμένη προστάτιδά της σε κάποιο γαλλικό θέρετρο. Σε μία από τις πρωινές της βόλτες στην παραλία, συναντά τυχαία έναν άνδρα, ο οποίος στέκεται στην άκρη ενός υψώματος και, όπως όλα δείχνουν, ετοιμάζεται να βάλει τέλος στη ζωή του. Η κοπέλα τον αποτρέπει και αρχίζει να περνά όλο και περισσότερο χρόνο μαζί του. Όπως αποκαλύπτεται, ο μυστηριώδης άνδρας, γνωστός Βρετανός αριστοκράτης, έχει πρόσφατα χάσει την σύζυγό του. Οι μέρες περνούν, το ζευγάρι έρχεται όλο και πιο κοντά και την μέρα που εκείνη και η προστάτιδά της ετοιμάζονται για το επόμενο μακρινό τους ταξίδι, ο Λόρδος ζητά από την κοπέλα να τον παντρευτεί. Στην απομονωμένη έπαυλη του, το φημισμένο Manderley, ο νέος της σύζυγος την παρουσιάζει στο υπηρετικό προσωπικό και τους γνωστούς που παρελαύνουν ο ένας μετά τον άλλον για να γνωρίζουν την νέα οικοδέσποινα. Αταίριαστή στον νέο της ρόλο και ανίκανη να κερδίσει τους υψηλούς καλεσμένους αλλά και το ίδιο το προσωπικό, η ηρωίδα παραμένει στην σκιά της περιβόητης και αξιαγάπητης Ρεβέκκας, της προηγούμενης κυρίας του Manderley που χάθηκε στη θάλασσα, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Αμέσως μετά την μεταφορά του "Jamaica Inn" του 1939, την τελευταία του βρετανική παραγωγή, ο Hitchcock ταξιδεύει στο Hollywood και ξεκινά την πιο σημαντική περίοδο της φιλμογραφίας του με την "Rebecca", μία ακόμα επιτυχημένη νουβέλα της Daphne Du Maurier. Όπως ο ίδιος, βέβαια, είχε εξομολογηθεί στην συνέντευξη-σταθμό με τον Truffaut στα μέσα του Α60, αφορμή για το ταξίδι του στην Αμερική είχε σταθεί η πρόταση του David O. Selznick να γυρίσει την ιστορία του Τιτανικού. Ο παραγωγός άλλαξε γνώμη την τελευταία στιγμή και αντΑ αυτού πρότεινε στον Hitchcock την "Rebecca", τα δικαιώματα της οποίας ο σκηνοθέτης είχε ήδη προσπαθήσει να εξασφαλίσει το 1938, μετά την ολοκλήρωση του "The Lady Vanishes". Έτσι, αμέσως μετά το "Gone with the Wind", τα Selznick Studios -η επιτομή της χολυγουντιανής βιομηχανίας των Α40's- προσφέρονται στην διάθεση του Alfred Hitchcock, μαζί με δύο από τα πιο ηχηρά ονόματα της εποχής, την Joan Fontaine και, φυσικά, τον Laurence Olivier. Ο Hitchcock παντρεύει την χαρακτηριστική, βρετανική γραφή της Du Maurier με τις πρωτόγνωρες τεχνικές ελευθερίες των αμερικανικών studio και μετατρέπει την ρομαντική, δραματική ατμόσφαιρα του βιβλίου σε μία ταινία ανομολόγητου μεταφυσικού τρόμου και σασπένς.
Στις πελώριες αίθουσες και τους αχανείς διαδρόμους του Manderley, η νεαρή κοπέλα- το όνομα της οποίας δεν αναφέρεται ποτέ- παλεύει να σταθεί ισάξια της θέσης που της έχει ανατεθεί. Πρόκειται, ωστόσο, για μία μάχη άνιση, καθώς τα σημάδια της προκατόχου της -αγαπημένα αντικείμενα, σφραγισμένα δωμάτια και διάσπαρτα μονογράμματα- έχουν διατηρηθεί σαν ιερά κειμήλια. Ο Hitchcock παραμένει σχεδόν απόλυτα πιστός στις περιγραφές της Du Maurier (""o Selznick πίστευε πως οι άνθρωποι εξαγριώνονται όταν αλλοιώνεις ένα μυθιστόρημα.", σχολίαζε καυστικά στον Truffaut) και κατορθώνει να εστιάσει την κινηματογραφική του αφήγηση γύρω από έναν χαρακτήρα ο οποίος δεν πρόκειται ποτέ να είναι παρών, καθορίζει όμως την εξέλιξη των γεγονότων όσο κανένας άλλος. Και εκεί ακριβώς ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την αληθινή ευφυΐα και τον συνταρακτικό σαδισμό με τον οποίο ο Hitchcock χειρίζεται το κινηματογραφικό μέσο και την θέση της γυναίκας σε αυτό: στον τρόπο με τον οποίο τοποθετεί τους γυναικείους χαρακτήρες στη ροή της αφήγησης, ακυρώνοντας την αυταπόδεικτη παρουσία της νέας συζύγου και δίνοντας υπόσταση σε μία γυναίκα που παραμένει από την αρχή ως το τέλος άυλη.
Υπάρχει μία κομβική σεκάνς η οποία συνοψίζει αυτή ακριβώς την αφοσίωση του σκηνοθέτη στην αμφισημία της γυναικείας ταυτότητας. Στα μισά του φιλμ, ο χαρακτήρας του Olivier προβάλει στην νέα του σύζυγο ένα φιλμάκι από το γαμήλιο ταξίδι τους. Φορώντας το κομψό μοντελάκι που μόλις παρέλαβε από το Λονδίνο, πασχίζοντας να γίνει και να φαίνεται κυρία, η ηρωίδα της Fontaine στέκεται στο σκοτάδι και βομβαρδίζεται απροστάτευτη από τις φωτεινές λάμψεις της μηχανής προβολής. Ο Hitchcock κεντράρει την κάμερα στο πρόσωπό της και καταγράφει τις αντιδράσεις της: αγωνία, τρόμος, κατάρρευση. Η ίδια η διαδικασία της προβολής είναι στενά συνυφασμένη με τη δυναμική της γυναικείας παράνοιας για τον Freud και αυτή ακριβώς τη γραμμή φαίνεται να ακολουθεί ο μετρ της αγωνίας. Η ανώνυμη ηρωίδα του πασχίζει να βρει τον ρόλο που της αντιστοιχεί μέσα σε μία πραγματικότητα της οποίας δεν πρόκειται ποτέ να γίνει μέρος. Αντιμέτωπη με την προβολή της ίδιας της μορφής της, όπως κάποιος άλλος απαιτεί να είναι, προσπαθεί να γεφυρώσει την απούσα ταυτότητάς της με την σαδιστική προσμονή των γύρω της να ταιριάξει σε ένα είδωλο του παρελθόντος, το οποίο ποτέ δεν κατονομάζεται, ποτέ δεν μπαίνει στις αληθινές, ανθρώπινες διαστάσεις του και τελικά αποκτά διαστάσεις μυθικές. Η λύτρωση για τους τραγικούς αυτούς ήρωες μπορεί να έρθει όταν τα φαντάσματα του παρελθόντος χαθούν στα συντρίμμια και τις φλόγες.
Το Πρόγραμμα των Προβολών